- εὐριπίδ'
- εὐριπίδα , εὐριπίδηςcast 40masc voc sgεὐριπίδα , εὐριπίδηςcast 40masc nom sg (epic)εὐριπίδαι , εὐριπίδηςcast 40masc nom/voc plεὐριπίδᾱͅ , εὐριπίδηςcast 40masc dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.